τρεπτος

τρεπτος
    τρεπτός
    3
    [adj. verb. к τρέπω См. τρεπω] (из)меняющийся, изменчивый Arst., Plut., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τρεπτος" в других словарях:

  • τρεπτός — liable to be turned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτός — ή, όν, ΜΑ [τρέπω] ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • τρεπτά — τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc pl τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc/acc dual τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτῶν — τρεπτός liable to be turned fem gen pl τρεπτός liable to be turned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτόν — τρεπτός liable to be turned masc acc sg τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπταῖς — τρεπτός liable to be turned fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπταί — τρεπτός liable to be turned fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτοῖς — τρεπτός liable to be turned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτοί — τρεπτός liable to be turned masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτοῦ — τρεπτός liable to be turned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτούς — τρεπτός liable to be turned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»